υμενικός

υμενικός
-ή, -ό, Ν [υμένας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα
2. φρ. «υμενικοί λοβοί»
ιατρ. τα ουλοποιημένα μέρη τού παρθενικού υμένα μετά τη ρήξη του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υμενικός — ή, ό που έχει σχέση με τον παρθενικό υμένα: Υμενικό τραύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”